Άρθρο από το διαδίκτυο του κου Αλέξη Δεληβοριά για τη βασική έρευνα
Για τον πολύπλευρο προβληματισμό σας
παρουσιάζω το παρακάτω άρθρο και σας επισημαίνω ότι ο μεγάλος
επιταχυντής του CERN στην Ελβετία είναι το μεγαλύτερο παγκόσμιο πείραμα και ότι
το 2014-2015 μαθητές από ελληνικό πρότυπο γυμνάσιο βραβεύτηκαν (2ο παγκόσμιο
βραβείο) για μια ερευνητική εργασία τους
και κέρδισαν την επίσκεψη στο χώρο του CERN αλλά και την συμμετοχή τους να πειραματιστούν στα εργαστήρια του.
Η σημασία της βασικής έρευνας
![]()
Σημείωση: Το κείμενο αυτό βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε άρθρο του
Christopher Llewellyn Smith, άλλοτε γενικού διευθυντή του CERN, με τίτλο “What
is the Use of Basic Science”, αποσπάσματα του οποίου έχουν ενσωματωθεί σε
ελεύθερη μετάφραση στο παρόν κείμενο. Για όσους ενδιαφέρονται, ολόκληρο το
πρωτότυπο κείμενο μπορεί να αναζητηθεί στην ιστοσελίδα του CERN και
συγκεκριμένα στο http://public.web.cern.ch/public/en/About/BasicScience1-en.html .
![]() Αυτός ο απλοϊκός για πολλούς, διαχωρισμός μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσεται ότι η βασική έρευνα οδηγεί πάντα στην εφαρμοσμένη έρευνα, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε νέα τεχνολογικά επιτεύγματα ή στη βιομηχανική ανάπτυξη, προκειμένου να καταλήξει στην παραγωγή προϊόντων. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η βασική έρευνα πολύ περισσότερο τροφοδότησε παρά τροφοδοτήθηκε από την εφαρμοσμένη έρευνα αφού, στον τομέα των φυσικών επιστημών τουλάχιστον, σπανίως η ανάγκη της επίλυσης πρακτικών προβλημάτων κατεύθυνε τις επιστημονικές εξελίξεις. Γι’ αυτό και η υποστήριξη της θέσης ότι οι νέες τεχνολογίες και η καινοτομία αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τη βασική έρευνα είναι λανθασμένη. Αντιθέτως, αυτή η ανάπτυξη είναι το άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα της δυνατότητας που έχουν οι επιστήμονες να διερευνούν θεμελιώδη ερωτήματα, τα οποία εκ πρώτης δεν παρουσιάζουν καμιά προφανή πιθανότητα οικονομικής ανταπόδοσης. Αυτό ουσιαστικά υποστήριζε και ο J. J. Thomson, ο οποίος ανακάλυψε το ηλεκτρόνιο, όταν έλεγε σε μια ομιλία του το 1916: «Με τον όρο έρευνα στις βασικές επιστήμες εννοώ την έρευνα η οποία διεξάγεται με αποκλειστικό στόχο τη διεύρυνση της γνώσης για τους Νόμους της Φύσης, ανεξάρτητα από τις πιθανές εφαρμογές που ενδέχεται να έχει στη βιομηχανία. Θα δώσω ένα μόνο παράδειγμα για τη «χρησιμότητα» αυτού του είδους της έρευνας, παράδειγμα το οποίο αναδείχτηκε ιδιαίτερα από τον Πόλεμο – και εννοώ τη χρήση των ακτίνων Χ στη χειρουργική…Τώρα, πώς ανακαλύφτηκε αυτή η μέθοδος; Δεν ήταν το αποτέλεσμα της έρευνας στην εφαρμοσμένη επιστήμη με στόχο να βρεθεί μια βελτιωμένη μέθοδος εντοπισμού τραυμάτων από σφαίρες. Κάτι τέτοιο ενδεχομένως να οδηγούσε στην κατασκευή βελτιωμένων καθετήρων (probes), δεν μπορούμε όμως να φανταστούμε ότι θα οδηγούσε στην ανακάλυψη των ακτίνων Χ. Όχι, η μέθοδος αυτή οφείλεται στην καθαρή επιστημονική διερεύνηση, η οποία διεξήχθη με στόχο να ανακαλυφθεί η φύση του Ηλεκτρισμού». Προτού όμως αναφερθούμε στα οικονομικά και άλλα οφέλη που προκύπτουν από τη βασική έρευνα, θα πρέπει να σημειώσουμε εξαρχής ότι η συνεισφορά της στη διαμόρφωση και στην εξέλιξη του παγκόσμιου πολιτισμού εν γένει είναι τόσο ουσιαστική που δεν χρειάζεται καν να δικαιολογηθεί με αναφορές σ’ αυτά. Και αυτό, διότι, η αέναη προσπάθεια για την κατανόηση των νόμων της Φύσης μέσα από την έρευνα συνιστά ανεκτίμητη παγκόσμια κληρονομιά που, μαζί με τη Φιλοσοφία, τα Γράμματα και τις Τέχνες, αποτελούν ίσως τα μεγαλύτερα μνημεία της ανθρώπινης νόησης. Οι επαναστάσεις που προκλήθηκαν με την απόρριψη του γεωκεντρικού συστήματος, λόγου χάρη, με τη διαπίστωση ότι το σύμπαν διαστέλλεται ή με την εμπέδωση της αβεβαιότητας και απροσδιοριστίας στο υποατομικό επίπεδο που εισήγαγε η κβαντική φυσική είναι τόσο συγκλονιστικές που οποιαδήποτε αναφορά σε οικονομικά και πρακτικά οφέλη τις υποβαθμίζουν. Την ίδια θέση διατύπωσε εδώ και αρκετά χρόνια ο Bob Wilson, πρώτος διευθυντής του Fermilab, ενός σπουδαίου ερευνητικού κέντρου στη φυσική των υψηλών ενεργειών, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε από μια Επιτροπή του Κογκρέσου «Τι θα συνεισφέρει το ερευνητικό σας κέντρο στην άμυνα των ΗΠΑ;» απάντησε «Τίποτα, αλλά θα είναι τέτοιο που θα αξίζει να την υπερασπιστούμε».
Ποια είναι όμως η σχέση μεταξύ της δημόσιας δαπάνης για τη βασική έρευνα
και της οικονομικής ανάπτυξης; Όσες μελέτες έχουν διεξαχθεί με στόχο να
απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα καταλήγουν σε ένα κοινό συμπέρασμα, ότι δηλαδή
η βασική έρευνα συνεισφέρει σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη. Με το
συμπέρασμα αυτό συμφωνούν όχι μόνο οι ίδιοι οι ερευνητές, τα πανεπιστήμια, οι
κρατικοί ή και ιδιωτικοί αλλά μη κερδοσκοπικοί φορείς της έρευνας, αλλά και
οργανισμοί του κύρους της American Association for the Advancement of
Science, του National Science Foundation, της UNESCO κ.λπ.. Εκτός αυτού,
επιχειρήματα υπέρ της ενίσχυσης της χρηματοδότησης της βασικής έρευνας
παρουσιάζονται συνήθως από τους ίδιους ερευνητές, τους οποίους ένας
κακόπιστος θα μπορούσε να θεωρήσει προκατειλημμένους. Γι αυτό και παρουσιάζει
εξαιρετικό ενδιαφέρον να δει κανείς πώς αντιμετωπίζει το θέμα η αμερικάνικη
Επιτροπή για την Οικονομική Ανάπτυξη (Committee for Economic Development,
CED), ένας ανεξάρτητος οργανισμός, στο διοικητικό συμβούλιο του οποίου
συμμετέχουν εν ενεργεία ή πρώην πρόεδροι, CEO’s και μέλη οικονομικών
κολοσσών, όπως για παράδειγμα των Shell, Ford Motor Company,
BankAmerica Corporation, Texaco Inc κ.ά.. Η Επιτροπή Έρευνας και Πολιτικής
της CED στη «Δήλωση Πολιτικής» (policy statement) για τη σημασία της βασικής
έρευνας στις ΗΠΑ διαπιστώνει μεταξύ άλλων και τα εξής αυτονόητα (ολόκληρο το
κείμενο βρίσκεται στο www.ced.org/docs/report/report_basic.pdf):
Παρ’ όλο που ορισμένες μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις βρήκαν άμεσες πρακτικές εφαρμογές, κατά κανόνα τα αποτελέσματα της βασικής έρευνας αξιοποιούνται αρκετά χρόνια αργότερα. Συχνά μάλιστα, τα μεγαλύτερα οφέλη παρουσιάζονται εκεί που δεν τα περιμένει κανείς. Θεμέλιο των περισσότερων τεχνολογικών ανακαλύψεων είναι η βασική έρευνα. |
Όλη η ιστορία της εξέλιξης των φυσικών επιστημών είναι γεμάτη
παραδείγματα, κατά τα οποία τόσο οι εφαρμοσμένες επιστήμες όσο και οι νέες
τεχνολογίες δανείσθηκαν ιδέες κι τεχνικές, οι οποίες αναπτύχθηκαν
αποκλειστικά για τη βασική έρευνα και οι οποίες προσέφεραν τεράστια
ανταλλάγματα στην ανθρωπότητα. Ας θυμηθούμε κάποια μόνο από αυτά.
|
![]() ![]() Τη θέση αυτή υποστήριζε ήδη από τη δεκαετία του ΄60 και ο περίφημος θεωρητικός φυσικός Casimir, ο οποίος έλεγε σε ομιλία του: «Έχω ακούσει δηλώσεις ότι ο ρόλος της ακαδημαϊκής έρευνας στην πρόοδο και στην καινοτομία δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Πρόκειται ενδεχομένως για την πιο κραυγαλέα ανοησία πάνω στην οποία είχα την τύχη να σκοντάψω. Ασφαλώς θα μπορούσε κανείς να διαλογίζεται άσκοπα για την πιθανότητα να έχουν ανακαλυφθεί τα τρανζίστορ από ανθρώπους που δεν είχαν εκπαιδευτεί και δεν είχαν συμβάλει στη μηχανική των κυμάτων και στην κβαντική θεωρία των στερεών. Στην πραγματικότητα όμως οι δημιουργοί των τρανζίστορ ήταν τέλειοι γνώστες και συνέβαλλαν μάλιστα στην κβαντική θεωρία των στερεών. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί εάν τα βασικά κυκλώματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών επινοήθηκαν από ανθρώπους που ήθελαν να φτιάξουν υπολογιστές. Στην πραγματικότητα ανακαλύφθηκαν στη δεκαετία του ΄30 από φυσικούς που αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της μέτρησης πυρηνικών σωματιδίων, γιατί ενδιαφέρονταν για την πυρηνική φυσική. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς εάν η πυρηνική ενέργεια εμφανίστηκε γιατί οι άνθρωποι ήθελαν να βρουν νέες πηγές ενέργειας ή εάν η ανάγκη για μια νέα πηγή ενέργειας θα οδηγούσε στην ανακάλυψη του πυρήνα του ατόμου. Ίσως- μόνο που δεν έγινε κατά αυτόν το τρόπο. Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει εάν θα υπήρχε η ηλεκτρονική βιομηχανία χωρίς να έχει προηγηθεί η ανακάλυψη των ηλεκτρονίων από ερευνητές όπως ο Thomson και ο H. A. Lorentz. Και πάλι δεν έγινε έτσι. Θα μπορούσε ακόμα να ρωτήσει κάποιος εάν τα επαγωγικά πηνία στις μηχανές των αυτοκινήτων θα μπορούσαν να έχουν κατασκευαστεί από εταιρείες που ήθελαν να φτιάξουν μηχανοκίνητα οχήματα και εάν στην προσπάθειά τους αυτή θα ανακάλυπταν τυχαία τους νόμους της επαγωγής. Αλλά οι νόμοι της επαγωγής ανακαλύφθηκαν από τον Faraday πολλές δεκαετίες πριν. Ή, εάν σε μια προσπάθεια να προσφέρει καλύτερη επικοινωνία, θα μπορούσε κανείς να έχει βρει τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Δεν ανακαλύφθηκαν με αυτό τον τρόπο. Βρέθηκαν από τον Hertz που τόνιζε την ομορφιά των φυσικών νόμων και που στήριξε την έρευνά του πάνω στις θεωρητικές μελέτες του Maxwell. Νομίζω ότι δεν υπάρχει σχεδόν κανένα παράδειγμα κάποιας καινοτομίας στον εικοστό αιώνα που να μη χρωστά κατ’ αυτόν τον τρόπο την ύπαρξή της στη βασική επιστημονική σκέψη». |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου